Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου στην περιοχή Κουτσοβέντη-Μιας Μηλιάς, την 14η Αυγούστου 1974, οι Τουρκικές δυνάμεις εισβολής επιχείρησαν την προώθηση τους προς ανατολάς για κατάληψη της πόλης της Αμμοχώστου και προς νότο, από την περιοχή Μιας Μηλιάς-Τύμπου, με στόχο την συνένωση των περιοχών που είχαν μέχρι τότε καταλάβει με τον θύλακα στο Τουρκοκυπριακό χωριό Λουρουτζίνα και σε δεύτερο στάδιο, με κίνηση προς δυσμάς,την αποκοπή των κυρίων οδικών αρτηριών Λευκωσίας-Λάρνακας και Λευκωσίας-Λεμεσού. Σε συνδιασμό με την προέλαση των δυνάμεων τους από την περιοχή αεροδρομίου Λευκωσίας-Αγίου Παύλου προς νότο, επιδίωκαν την αποκοπή και τον εγκλωβισμό της πόλης της Λευκωσίας.
Το χωριό Πυρόϊ βρισκόταν στον κεντρικό άξονα της επιθετικής προσπάθειας των εισβολέων προς Λουρουτζίνα, οι οποίοι ενεργούσαν στην περιοχή με μεγάλο αριθμό αμερικανικής προέλευσης αρμάτων μάχης Μ47 και μονάδες μηχανοκίνητου πεζικού. Στην περιοχή είχαν αναπτυχθεί και καταλάβει θέσεις αμύνης, μία διμοιρία της 31ης Μοίρας Καταδρομών, ένας ουλαμός ρωσσικής προέλευσης αρμάτων Τ34, με την υποστήριξη μικρού αριθμού στοιχείων αντιαρματικών όπλων ΠΑΟ 106 του Λόχου Βαρέων όπλων της Εθνικής Φρουράς.
Γύρω στις 9:00 το πρωί της 16ης Αυγούστου 1974, μιά φάλαγγα απο 10-15 άρματα μάχης και οχήματα με Τούρκους στρατιώτες, κινήθηκε από την περιοχή Τύμπου προς τα δυτικά, με στόχο την κατάληψη του υψώματος Καυκάλλα, το οποίο δεσπόζει του χωριού Πυρόϊ από την ανατολική του πλευρά. Μόλις η Τουρκική φάλαγγα έφθασε στην μέση της διαδρομής Τύμπου-Καυκάλλα, δέχτηκε πυρά από όλες τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς που ήταν αναπτυγμένες στην περιοχή, με αποτέλεσμα την αναστροφή της φάλαγγας και της επιστροφή της στην Τύμπου.
Στις 14:00 της ίδιας ημέρα αναπτύχθηκε και τάχθηκε στη περιοχή του χωριού Αλάμπρα, η 189 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, η οποία διέθετε 12 πυροβόλα ρωσικής προελεύσεως τύπου BS-3 MK1944 100 χιλιοστών, με Διοικητή τον επικυρηγμένο από τον Τουρκοκυπριακό Ραδιοσταθμό Μπαϋρακ, Ταγαμτάρχη Δημήτριο Γκότση.
Γύρω στις 16:00 της 16ης Αυγούστου 1974, οι Τουρκικές Δυνάμεις επανήλθαν στη περιοχή με δύναμη τακτικού συγκροτήματος μηχανοκίνητου πεζικού και αρμάτων μάχης και προωθήθηκαν προς το χωριό Πυρόϊ. Την επιθετική αυτή ενέργεια υποστήριζε μονάδα πυροβολικού η οποία ήταν ταγμένη στη περιοχή του χωριού Τύμπου. Οι μονάδες της Εθνικές Φρουράς που βρίσκονταν αναπτυγμένες στην περιοχή ήταν κατά πολύ υποδαιέστερες τόσο σε υλικό όσο και προσωπικό και οι Τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν εκτός του βεληνεκούς βολής των αντιαρματικών ΠΑΟ 106. Τα άρματα Τ34 είχαν ακινητοποιηθεί λόγω βλαβών και ο οπλισμός της Διμοιρίας Καταδρομών δεν μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις Τουρκικές μονάδες οι οποίες επέλαυναν χωρίς ιδιάιτερα προβλήματα.
Τότε ακριβώς ήταν που ανέλαβε δράση η 189 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού του Ταγαματάρχη Γκότση, η οποία για δεύτερη φορά κατέστη ο εφιάλτης των εισβολέων, προκαλώντας σε αυτούς τον όλεθρο και την καταστροφή. Η εκτέλεση βολών ανάσχεσης και βολών περιοχής κατόπιν αιτήσεων του Διοικητή του Λόχου Βαρέων όπλων Υπολοχαγού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου, ο οποίος εκτελούσε χρέη προκεχωρημένου αξιωματικού παρατηρητή της Μοίρας, είχαν εξαιρετικά αποτέλεσματα. Η περιοχή έγινε κόλαση για τα Τουρκικά άρματα και η καταστροφή που οι τιμωροί κεραυνοί της Μοίρας προκάλεσαν ήταν βιβλική. Ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού, νεαρός φιλόλογος τότε, Νίκος Ορφανίδης ο οποίος εκτελούσε χρέη διοικητού της Α’ Πυροβολαρχίας της Μοίρας, με αξιωματικό βολής κληρωτό Ανθυπολοχαγό, αναφέρει σε μαρτυρία του ότι οι βολές των πυροβόλων ήταν συνεχείς και ακατάπαυστες. Η ευστοχία των βολών ήταν εκπληκτική. Κτυπήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς τουλάχιστον 12 άρματα και οχήματα μεταφοράς προσωπικού του εχθρού και εξουδετερώθηκε μεγάλος αριθμός στρατιωτών που συνόδευε τα άρματα μάχης.
Μαρτυρία Αυστρικών ειρηνευτών που κινούνταν στην περιοχή αναφέρει ότι οι απώλειες των Τούρκων την ημέρα εκείνη ήταν τρομακτικές. Πέραν των 120 στρατιωτών κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης και μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης και άλλων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού είχαν καταστραφεί.
Η 189 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού έγραψε εκείνη την ημέρα, ακόμα μια λαμπρή σελίδα δόξας και πήρε το αίμα του Πυροβολικού πίσω, εκδικούμενη την άνανδρη καταστροφή της ηρωϊκής Μοίρας του Τρικώμου, 25 μέρες πριν στην Διάβαση Μπέλλα- Πάϊς. Η Μοίρα κατέβαλε στη περιοχή Πυροΐου μια αξιοσημείωτη επιτυχία και απέτρεψε την αποκοπή των κυρίων οδικών αρτηριών Λευκωσίας-Λάρνακας και Λευκωσίας-Λεμεσού και κατ’επέκταση τον εγκλωβισμό της πόλης της Λευκωσίας.
Η μεγάλης αυτή επιτυχία είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα να τονωθεί το βαριά πληγωμένο ηθικό των ηρωικών μαχητών της Εθνικής Φρουράς, που πολεμούσαν πλέον για την τιμή των όπλων.
Οι βολές της Μοίρας έσωσαν τότε την Λευκωσία…και οι Μήδοι δεν πέρασαν!