Το πυροβόλο BS-3 ήταν ένα από τα ισχυρότερα συστήματα πυροβολικού του Σοβιετικού στρατού κατά τη τελευταία φάση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το όπλο αυτό προοριζόταν κυρίως για την καταστροφή αρμάτων μάχης, θωρακισμένων και μη οχημάτων, αλλά και τη παροχή πυρών υποστηρίξεως. Η ανάγκη για το πυροβόλο αυτό προέκυψε όταν προς το τέλος του 1942 οι Σοβιετικοί αντελήφθησαν ότι με τον υπάρχον εξοπλισμό πεδίου μάχης που διέθεταν, θα ήταν δύσκολο να εξουδετερώσουν τα φοβερά γερμανικά άρματα μάχης Tiger που εμφανίστηκαν στο Ανατολικό μέτωπο. Άρχισαν έτσι να εξετάζουν τις πιθανές λύσεις. Τα μεγαλύτερου διαμετρήματος πυροβόλα όπως αυτά των 122 mm ( A-19 ) απορρίφθηκαν διότι ήταν πολύ μεγάλα και δυσκίνητα. Το πυροβόλο των 85 mm ( Model 1939 ) ήταν μια ικανοποιητική επιλογή με κάποιους περιορισμούς αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμος ελαφρύς κιλλίβαντας – αν και η δικαιολογία αυτή δεν είναι επαρκής. Το δε πυροβόλο των 76 mm ( ZIS-3 ) ήταν πρακτικά ανίκανο να καταστρέψει ένα Tiger. Το υπό ανάπτυξη πυροβόλο των 107 mm δεν φαινόταν να υπόσχεται πολλά, έτσι με αυτά υπόψη ο σχεδιαστής των Σοβιετικών συστημάτων πυροβολικού, Στρατηγός Grabin επέλεξε το προπολεμικό ναυτικό πυροβόλο των 100 mm ( το οποίο χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη αρχική ταχύτητα του βλήματος ).
Στις αρχές του 1943 ξεκίνησε η ανάπτυξη του πυροβόλου. Βρέθηκε ένα όπλο από ένα αντιτορπιλικό, για δοκιμές, μετασκευάστηκε και τοποθετήθηκε σε κατάλληλο κιλλίβαντα. Το όπλο ξεπέρασε κάθε προσδοκία και επιπλέον σε διαμόρφωση μάχης ζύγιζε πολύ λιγότερο από άλλα πυροβόλα της κατηγορίας του, ενώ διατηρούσε τις ίδιες δυνατότητες διάτρησης θώρακα. Με το βασικό αντιαρματικό του βλήμα μπορούσε να διατρήσει ομοιογενή ατσάλινο θώρακα πάχους 160 mm στα 500 μέτρα με μηδενική γωνία πρόσκρουσης. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να διατρήσει το μετωπικό θώρακα του Tiger ( 100 mm ) σε οποιοδήποτε βεληνεκές μάχης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν δεν ελαφρά ισχυρότερο από το πυροβόλο των 88 mm του Tiger. Στην εκπομπή πυρών υποστηρίξεως μπορούσε να βάλει ένα βλήμα υψηλής εκρηκτικότητας σε απόσταση σχεδόν είκοσι χιλιομέτρων. Χαρακτηριζόταν από την ακρίβεια του, την καλή κατασκευή και την ευκολία συντήρησης στο πεδίο της μάχης. Τον Αύγουστο του 1944 το πυροβόλο μπήκε σε υπηρεσία με το Κόκκινο Στρατό στο Σοβιετικό – Γερμανικό μέτωπο.
Για την Εθνική Φρουρά τα πυροβόλα αυτά αγοράστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση,με χρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφίχθηκαν στην Κύπρο μέσω Αιγύπτου. Mπήκαν σε υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1965 όπου υπηρέτησαν στις μοίρες 187 ΜΠΠ και 189 ΜΠΠ. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων κατά της Τουρκικής εισβολής, τη περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου 1974, ανέπτυξαν έντονη πολεμική δράση και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στις δυνάμεις του Αττίλα.
Το πυροβόλο εκτός από την δράση που έχει δει με την Εθνική Φρουρά, έχει λάβει μέρος σε συγκρούσεις με το στρατό της Συρίας, στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στη Τσετσενία και φυσικά στις περισσότερες συγκρούσεις που έλαβε μέρος ο Κόκκινος στρατός.